Skip to main content

Κλεντ

Ο Τζαναμπέτης Καβαλάρης

Crest

Οι πιο πρώιμες αναφορές στην ιστορία του Κλεντ ανέρχονται στα πρώτα χρόνια ζωής της Αυτοκρατορίας και την Μάχη της Ντραγκν. Η Πρώτη Λεγεώνα είχε τραπεί σε φυγή από ορδές βαρβάρων, πάνω στις σκονισμένες πλαγιές εκείνης της άδοξης γης. Το ηθικό των ανδρών είχε πέσει πολύ: είχαν χάσει τις δύο τελευταίες μάχες, ο στρατός είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα καραβάνια ανεφοδιασμού μες στην φούρια της οπισθοχώρησης και το κοντινότερο φυλάκιο απείχε εβδομάδα περπατήματος.

Στην κεφαλή της Λεγεώνας βρισκόταν ένα μπουλούκι από πλούσιους αριστοκράτες στολισμένους με πεντακάθαρες χρυσές πανοπλίες. Ανησυχούσαν περισσότερο για την εμφάνισή τους και τις διάφορες δολοπλοκίες και κουτσομπολιά της τάξης τους, παρά για τους άνδρες που υποτίθεται πως οδηγούσαν. Ακόμη χειρότερα, αυτοί οι αξιωματικοί, όσο μορφωμένοι και να ήταν θεωρητικά πάνω σε θέματα δολοφονίας και ιπποτικά τουρνουά - είχαν αποδεχτεί άχρηστοι στο πεδίο της μάχης. Ό, τι είχε απομείνει από τον στρατό τους είχε περικυκλωθεί από τις εχθρικές δυνάμεις, και οι αριστοκράτες πρόσταξαν την Λεγεώνα να σχηματίσουν αμυντικό κύκλο γύρω τους, ελπίζοντας να διαπραγματευτούν μια διέξοδο για τους ίδιους.

Και τότε, με τη δύση του ήλιου, η μυστηριώδης μορφή του Κλεντ εμφανίστηκε στην κορυφή του λόφου πάνω από το πεδίο μάχης. Ίππευε την Σκάαρλ, μια αθάνατη δρακαλόπη της ερήμου. Το άτι του στεκόταν σε δύο μόνο πόδια - τα μπροστινά άκρα σε κάθε πλευρό του κεφαλιού του θύμιζαν αυτιά που ήταν κρεμασμένα απολογητικά, σαν ένας σερβιτόρος που είχε πιαστεί με το δάχτυλο στη σούπα κατά λάθος.

Ο μοναχικός καβαλάρης στεκόταν στην σέλλα του ίππου του. Το όπλο του ήταν σκουριασμένο, και η πανοπλία του τσακισμένη, τα ρούχα του παλιά και κουρελιασμένα - αλλά μια ατελείωτη οργή φαινότανε να καίει στο ένα καλό του μάτι.

«Θα σας δώσω την ευκαιρία να βγείτε από τα χωράφια μου!» ανακοίνωσε ο Κλεντ στις ορδές των βαρβάρων, αλλά το γιορντλ δεν περίμενε να ακούσει την απάντηση. Σπιρούνιασε το άτι του και επιτέθηκε ουρλιάζοντας με γεμάτα πνευμόνια.

Η Λεγεώνα, η οποία ήταν πεινασμένη, οργισμένη και πλήρως απελπισμένη, έσκασε σαν μπαρούτι μπροστά στο τρελαμένο νταηλίκι του γιορντλ. Οι στρατιώτες όρμησαν πάνω στον Κλεντ και την Σκάαρλ όσο αυτοί έπεφταν στη μέση των εχθρικών σχηματισμών.

Όσα επακολούθησαν ήταν η πιο αιματηρή συμπλοκή στην οποία έτυχε να πολεμήσει η Λεγεώνα. Η αρχική επιτυχία του αιφνιδιασμού αυτού πέθανε έσβησε σύντομα όταν οι εφεδρικές δυνάμεις των βαρβάρων πλάκωσαν τις φάλαγγες της Λεγεώνας. Καθώς η μάχη στράφηκε ενάντια στους Νοξιανούς και οι εχθροί άρχισαν να επιτίθενται από κάθε πλευρά, η Σκάαρλ πανικοβλήθηκε, έριξε τον Κλεντ από την σέλα και εγκατέλειψε τη μάχη. Οι Νοξιανοί στρατιώτες, παίρνοντας παράδειγμα από την δειλή σαύρα, κιότεψαν. Αλλά στο κέντρο της δράσης, ο Κλεντ συνέχιζε να πολεμάει, κουτσουρεύοντας εχθρούς, κλοτσώντας σαγόνια, δαγκώνοντας μύτες.

Τα βουνά εχθρικών πτωμάτων ψήλωναν γύρω από τον Κλεντ και τα ρούχα του ποτίζονταν με αίμα. Παρά τα θύματα που δημιούργησε με κάθε στροφή του τσεκουριού του, αναγκάστηκε και πάλι να οπισθοχωρήσει μπροστά στο ακατάπαυστο κύμα. Τσίριζε όλο και χειρότερες βρισιές. Το γιορντλ ήταν ξεκάθαρα έτοιμο να πεθάνει πριν τους αφήσει έστω και μια ίντσα έδαφος.

Το θάρρος όπως και η δειλία είναι όμως μεταδοτικά, και βλέποντας την αποφασιστικότητα του Κλεντ, οι λεγεωνάριοι συνέχισαν να πολεμούν. Ακόμα και η Σκάαρλ σταμάτησε να τρέχει και στράφηκε να κοιτάξει την ύστατη προσπάθεια της Λεγεώνας.

Και τότε, την στιγμή που η Νοξιανή γραμμή άρχισε να διαλύεται και ο μεγαλύτερος αριθμός εχθρών άρχισε να υπερισχύει ενάντια στον Κλεντ, η δρακαλόπη επέστρεψε θριαμβευτικά, πέφτοντας πάνω στην πισινή φάλαγγα των βαρβάρων. Βυθίστηκε μες στη μάζα, γρυλίζοντας και γρατζουνώντας ό, τι έβρισκε, μέχρι να απελευθερώσει το αφεντικό της. Ενωμένος για άλλη μια φορά με τον ίππο του, ο αναζωογονημένος Κλεντ μετατράπηκε σε έναν φονικό τυφώνα, ωθώντας τελικά τους βάρβαρους να τραπούν σε άτακτη φυγή.

Ακόμη και αν οι Νοξιανοί επιζώντες ήταν ελάχιστοι, είχαν κερδίσει τη μάχη. Οι φυλές της Ντραγκν είχαν ηττηθεί, και η γη τους είχε προστεθεί στην αυτοκρατορία. Τα σώματα των αριστοκρατών, με τις περίτεχνες χρυσές πανοπλίες τους, δεν βρέθηκαν ποτέ.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι περισσότερες λεγεώνες της αυτοκρατορίας συγκέντρωσαν παρόμοιες ιστορίες για τον Κλεντ, αποδεικνύοντας πως η ήττα δεν είναι σίγουρη όταν έρχεται αντιμέτωπη με τρελό θάρρος. Λένε πως κατευθύνεται εκεί όπου ταξιδεύουν οι λεγεώνες, διεκδικώντας τα λάφυρα και την γη για τον ίδιο και την Σκάαρλ.

Οι περισσότεροι Νοξιανοί αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία αυτών των ιστοριών. Αλλά στον πέρασμα των λεγεώνων, σε κάθε νεοαποκτηθέν έδαφος, μπορείς πάντα να βρεις μια πινακίδα που αναγγέλλει πως είναι «Ιδιοκτησία του Κλεντ».

Crest

Οι Βόρειες Στέπες δεν είναι μέρος για μεταξωτά βρακιά και χρυσά ουροδοχεία. Είναι σκληροτράχηλη γη. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από βάρβαρους επιδρομείς, δηλητηριώδεις τσουκνίδες και βίαιοι άνεμοι. Για να επιβιώσεις, πρέπει να φας πέτρες και να βγάζεις λάβα από την άλλη τρύπα. Και είμαι ο σκληρότερος, κακίστερος, φονικότερος μπάσταρδος στα μέρη αυτά. Και θαρρώ πως αυτό κάνει τις πεδιάδες δικές μου.

«Αλλά πως κατέληξα εδώ πέρα; Και γιατί είμαι μόνος με την ηλίθια καμπούρα σου;» λέω δυνατά, ξεκινώντας και πάλι.

Η Σκάαρλ ξεφυσάει την απάντηση της από τις πέτρες όπου κάθεται και λιάζεται. Τα λέπια της είναι από μαύρο μέταλλο, με ίχνη από χρυσό. Δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τρυπήσει το δέρμα μιας δρακαλόπης. Έχω δει μέχρι και ατσάλινο ξίφος να σπάει πάνω στο πόδι της.

Αλλά και πάλι, αυτό δε σημαίνει ότι οι κλανιές της μυρίζουν καλύτερα.

«Λέω ότι είσαι μια καταραμένη κότα. Έχεις τίποτα να πεις γι' αυτό;»

«Γρλφφρεεγκ», με κοιτάει και χασμουριέται.

«Ήταν μια γαμψωτή αγριόρνιθα! Δεν ήταν μεγαλύτερη από το χέρι μου. Και συ έτρεξες... Χαζό, ηλίθιο ζώο!»

«Γκρρεεφ...λρεγκ;» ρωτάει αυτή και διώχνει τις μύγες απ' τα μισάνοιχτα μάτια της.

«Ω, ω, ωραία απάντηση! Πολύ αστείο, ε; Χα χα χα! Με κούρασαν τα αιρετικά σου κουραφέξαλα. Θα' πρεπε να σε αφήσω να ψοφήσεις εδώ πέρα. Αυτό πρέπει να κάνω. Θα πέθαινες απ' τις μοναξιές. Διάολε, ούτε μέρα δε θ' άντεχες χωρίς εμένα».

Η Σκάαρλ ξανακατεβάζει το κεφάλι της πάνω στην πέτρα.

Δεν υπάρχει νόημα στο να επικοινωνείς μαζί της. Πρέπει να την συγχωρέσω - αλλά μετά, και το κάνει επίτηδες για να με κοροϊδέψει, είμαι σίγουρος - ο σφιγκτήρας της αρχίζει να ανοιγοκλείνει ρυθμικά όσο τις αμολάει. Η μυρωδιά με χτυπάει σαν τηγάνι στα μούτρα.

Πετάω το καταραμένο καπέλο μου κάτω και φεύγω από την κατασκήνωση, ορκίζοντας πως δεν θα ξαναστρέψω τα μπιρμπιλωτά μου πάνω σ' εκείνη την αθυρόστομη δρακαλόπη. Φυσικά, ήταν το καλό μου καπέλο, άρα ξαναεπιστρέφω και το μαζεύω.

«Ναι, ναι, κοιμήσου εσύ, βρωμοτεμπέλαρε», της λέω, όσο απομακρύνομαι.«Εγώ θα κάνω τη περιπολία!»

Το γεγονός ότι απέχουμε δέκα φεγγάρια απ 'οποιαδήποτε φάρμα δεν σημαίνει πως δεν κάνουμε περιπολία. Είναι η γη μου. Και σκοπεύω να την κρατήσω έτσι. Με ή χωρίς τη βοήθεια εκείνης της προδότρας σαύρας.

Ο ήλιος ήδη σέρνει την ουρά του στον ορίζοντα τη στιγμή που φτάνω στους λόφους. Αυτή την ώρα, το φως σε ξεγελάει συχνά. Συναντάω ένα φίδι που θέλει να συζητήσει την κρούστα της πίτας ως φιλοσοφική έννοια. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι φίδι, είναι η σκιά μιας πέτρας.

Που να πάρει. Τυχαίνει να έχω πολύ συγκεκριμένες πεποιθήσεις για την πυκνότητα της κρούστας μιας πίτας. Τουλάχιστον όταν τις ξαναθυμηθώ αυτές τις πεποιθήσεις. Δεν είχα μια σωστή συζήτηση για πίτες εδώ και χρόνια.

Εκεί που πάω να πιώ μια γουλιά από το μανιταρόζουμό μου και να εξηγήσω τις απόψεις μου στο φίδι, τους ακούω.

Ακούω γαϊδουρόσκυλα ν' αλυχτούν και να χλιμιντράνε. Αυτά τα πλάσματα βγάζουν τέτοιο ήχο μόνο όταν υπάρχουν αλκελάδες τριγύρω. Και όπου υπάρχουν αλκελάδες, υπάρχουν άνθρωποι. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι παρείσακτοι.

Σκαρφαλώνω όπως όπως πάνω σε έναν βράχο και κοζάρω πρώτα τον βορρά.

Οι απανωτοί λόφοι των λιβαδιών μου είναι άδειοι, εκτός από τα βουναλάκια όπλων από δω και από κει. Τα χλιμιντρίσματα μπορεί και να' ναι επειδή έχω κάνει κεφάλι με το μανιταρόζουμο... αλλά μετά στρέφομαι προς τα νότια.

Βρίσκονται μισή μέρα απόσταση από αυτή την πλαγιά. Με τριακόσιες αλκελάδες που βόσκουν. Που βόσκουν στη γη μου.

Τα γαϊδουρόσκυλα γυρνοβολάνε γύρω απ' το κοπάδι, αλλά δεν βλέπω άλογα. Μερικοί άνθρωποι περπατάν εκεί γύρω. Οι άνθρωποι δεν γουστάρουν το περπάτημα. Άρα δεν χρειάζεται και μια διάνοια για να καταλάβεις ότι είναι κομμάτι από μεγαλύτερη φάλαγγα. Φυσικώς, εγώ είμαι διάνοια. Ήταν εύκολο να το καταλάβω λοιπόν.

Το αίμα μου αρχινάει να βράζει. Αυτό σημαίνει και άλλλοι παρείσακτοι να μου χαλάν τη γαλήνη μου. Τώρα μάλιστα που ετοιμαζόμουν να πιάσω ωραία κουβέντα με το φίδι για την κρούστα της πίτας.

Πίνω άλλη μια γουλιά μανιταρόζουμο και επιστρέφω στην κατασκήνωση.

«Σήκω, σαύρα!» της λέω, τσακώνοντας την σέλλα μου.

Σηκώνει το κεφάλι της, μουγκρίζει για να απαντήσει και επιστρέφει στα ρεμβάσματα της στο δροσερό γρασίδι.

«Σήκω! Σήκω! ΣΗΚΩ ΜΠΡΕ!» της φωνάζω. «Έχει εισβολείς, που εισβάλλουν στην ειρηνική ειρήνη του περιβάλλοντος μας».

Με κοιτάει με κενό βλέμμα. Ξεχνώ μερικές φορές ότι δεν με καταλαβαίνει όταν της μιλάω.

Φορτώνω τη σέλα στη πλάτη της. «Έχει ανθρώπους στα χωράφια μας!»

Σηκώνεται και ανεβάζει νευρικά τα αυτιά της. Άνθρωποι. Την ξέρει αυτή τη λέξη. Πηδάω πάνω στη σέλα.

«Ας πιάσουμε αυτούς τους ανθρώπους!» ωρύομαι, δείχνοντας προς το νότο. Αλλά το καταραμένο ζούδι προφανώς άρχισε να τρέχει αμέσως προς το βορρά.

«Όχι, όχι, ΌΧΙ! Από κει είναι! Από κει!» της λέω, πιάνοντας γερά τα ηνία της δειλής μου σαύρας για να την τραβήξω στην σωστή κατεύθυνση.

«Γκρεεγλααααααργκ», σκούζει η δρακαλόπη πριν κινήσει. Σε μια στιγμή, έχει πιάσει το τρέξιμο. Η τρελή ταχύτητα με κάνει να κλείσω τα μάτια. Τα χόρτα από τους θάμνους καμτσικώνουν τα πόδια μου στο πέρασμα. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται πίσω μας. Απόσταση που θα μου έπαιρνε γύρω στη μισή μέρα περπατήματος έχει περάσει μέχρι να δέσω το καπέλο μου.

«Γκρεεγλορκφ!», τσιρίζει η δρακαλόπη.

«Έλα μου τώρα, μην κάνεις έτσι! Εσύ δεν έλεγες ότι ήθελες παρέα εχτές το βράδυ;»

Ο ήλιος μόλις που αρχίζει να βυθίζεται πίσω από τη γραμμή του ορίζοντα όταν φτάνουμε το κοπάδι. Κόβω ταχύτητα στην Σκάαρλ όταν πλησιάζουμε την κατασκήνωση των ανθρώπων. Έχουνε ήδη ανάψει φωτιά, οπού κοχλάζει το στιφάδο.

«Στάσου, ξένε. Πάνω τα χέρια πριν πλησιάσεις», μου λέει ένας άνθρωπος με ένα κόκκινο καπέλο. Μάλλον θα' ναι ο αρχηγός τους έτσι που τον βλέπω.

Αργά, παίρνω τα χέρια από τα ηνία. Αλλά αντί να τα σηκώσω, τραβάω το μακρύ μου τσεκούρι από τη θήκη στη σέλλα.

«Δε νομίζω να με κατάλαβες, παππού», μου λέει ξανά ο κοκκινοκάπελος. Οι φίλοι του ετοιμάζουν τα όπλα τους: σπαθιά, λάσο, και καμιά ντουζίνα αυτόματες βαλλίστρες.

«Γκρεφρλοοοοργκ», γρυλίζει η Σκάαρλ, έτοιμη να την κάνει αμέσως.

«Το' χω υπό έλεγχο», λέω στη σαύρα, προτού στρέψω και πάλι τη προσοχή στους ανθρώπους. «Δε με εντυπωσιάζουν τα φανταχτερά, πρωτευουσιάνικα όπλα σας. Τώρα λοιπόν, θα σας προειδοποιήσω μια φορά. Έξω από τη γη μου. Το καλό που σας θέλω».

«Ή τι;», ρωτάει ένας μικρότερος άνθρωπος.

«Το καλό που σας θέλω να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε», τους λέω. «Αυτή είναι η Σκάαρλ. Είναι δρακαλόπη. Και εγώ είμαι ο Κλεντ, Λόρδος Εκατοντάρχος Συνταγματάρχης της Δεύτερης Λεγεώνας της Πολλαπλασίασης Έφιππου Πυροβολικού».

Πολλοί από τους ανθρώπους άρχισαν να γελάνε. Θα τους μάθω εγώ πολύ σύντομα - με το που τελειώσω να μιλάω.

«Και τί σε κάνει να πιστεύεις πως αυτή είναι η γη σου;» ρωτάει γελώντας ο άνθρωπος με το κόκκινο καπέλο.

«Δικιά μου είναι. Την πήρα απ' τους βάρβαρους».

«Είναι ιδιοκτησία του Λόρδου Βακούλ. Του δόθηκε από την Ανώτατη Διοίκηση. Του ανήκει μετά από δίκαιη διανομή».

«Άτσα, η Ανώτατη Διοίκηση! Μα γιατί δεν το είπατε νωρίτερα;!» τους λέω και φτύνω κάτω. «Ο μόνος νόμος που κάθε αληθινός Νοξιανός μπορεί να σεβαστεί είναι η δύναμη. Είναι δικιά του γη. Αν μπορεί να την πάρει από μένα πρώτα».

«Καλό είναι να φύγετε όσο μπορείτε, εσύ και το πόνυ σου».

Ξεχνάω μερικές φορές ότι οι άνθρωποι δεν μας βλέπουν όπως τους βλέπουμε. Είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το σταμνί μου όμως.

«ΕΠΙΘΕΣΗΗΗΗ!!!» φωνάζω και τραβάω τα ηνία. Η δρακαλόπη πιάνει το τρέξιμο και τους ορμάμε. Ήθελα να πετάξω μια έξυπνη ατάκα, αλλά βιάστηκα ο άτιμος.

Οι άνθρωποι πέταξαν την πρώτη τους βολίδα, αλλά η Σκάαρλ σηκώνει τ' αυτιά της. Σαν τεράστιες μπρούτζινες ομπρέλες, μας προστατεύουν όσο το τόξο πηδάει πάνω στο σκληροτράχηλο δέρμα της.

Βρυχάται όλο χαρά όσο ορμάμε μες στη κατασκήνωση προς τον αρχηγό με το κόκκινο καπέλο. Τα σπαθιά χτυπούν στο δέρμα της και το τσεκούρι μου κάνει σβούρες. Κομφετί κάνω δύο απ' αυτούς αλλά ο μπάσταρδος με το κόκκινο καπέλο είναι γρήγορος. Σκύβει κάτω από το ξίφος μου έτσι όπως περνάμε. Άλλη μια βολή μας βρίσκει από τη βαλλίστρα.

Η Σκάαρλ σκούζει τρομαγμένη. Το καταραμένο πράμα είναι ασκότωστο και αθάνατο, αλλά σκιάζεται εύκολα. Το θέμα με τα μαγικά πλάσματα είναι ότι δεν βγάζουν νόημα.

Τραβάω τα ηνία και επιστρέφουμε στη μέση των ανθρώπων. Σκοτώνω τους υπόλοιπους σα να μη τρέχει τίποτα, αλλά το κοκκινοκάπελο καθίκι είναι σκληρό καρύδι. Το ξίφος μου πέφτει πάνω του - αλλά το χτύπημα αντηχεί κούφια πάνω στη βαριά του πανοπλία. Αυτό τουλάχιστον θα τον κάνει να σκεφτεί, να πούμε.

Και τότε είναι που η βαλλίστρα πετάει μια. Το βέλος είναι μεγαλύτερο από κάρο. Κοπανάει πάνω στην δρακαλόπη, πετάει το μακρύ τσεκούρι από το χέρι μου και μας ρίχνει κάτω. Η Σκάαρλ δεν χτυπήθηκε. Αλλά με τραντάζει από τη σέλα και την κάνει προς τους λόφους.

«Αχάριστη προδότρα! Είχαμε τις τραχανοπλαγιές στο σακί!» Σκόπευα να τη βρίσω ακόμα λίγο, αλλά οι λέξεις μου αρχίζουν να σκοντάφτουν, η μια πάνω στην άλλη.

Κυλιέμαι όρθιος. Έχω σκόνη και χόρτα στα μούτρα μου. Πετάω το καπέλο μου προς την κατεύθυνση όπου έφυγε η σαύρα μου και μετά γυρνάω για να σκοτώσω αυτόν που έμεινε.

Αλλά πίσω του, στα όρια του λόφου, βρίσκονται άλλοι εκατό. Μεταλλικοί πολεμιστές, αιματοδίψες και μια βαλλιστρόνα πάνω σε κάρο. Το κοκκινοκάπελο γουρουνόστροφλο έφερε μισή λεγεώνα μαζί του.

«Δεν είσαι τίποτα παρά ένα καταραμένο, ύπουλο καρφί!» τσιρίζω.

«Πολύ λίγος μου φαίνεσαι», λέει «αλλά φαντάζομαι πως εσύ είσαι αυτός που δίνει τόσους μπελάδες στους αγροτάρχοντες του Λόρδου Βακούλ».

«Ο Βακούλ δεν είναι πραγματικός Νοξιανός. Η αρχοντιά του μπορεί να φιλήσει τον ρυτιδιασμένο πισινό της σαύρας μου!»

«Ίσως να σου επιτρέψω να ζήσεις όσες μέρες σου έχουν απομείνει στις αρένες του Λόρδου Βακούλ. Αν μπορείς να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό».

«Θα σου σκίσω τα χείλια και θα τα χρησιμοποιήσω σαν πετσέτα!» βρυχώμαι.

Και μάλλον δε του άρεσε πολύ αυτό, γιατί αυτός και οι φίλοι του αρχίζουν να τρέχουν προς το μέρος μου με γυμνά σπαθιά. Θα μπορούσα να τρέξω. Αλλά δεν το κάνω. Πρέπει να πληρώσουν ακριβά πριν τα τινάξω.

Ο κοκκινοκάπελος είναι γρήγορος. Παραλίγο μ' έχει φτάσει πριν καν προλάβω να σηκώσω το όπλο μου από κάτω. Έχει σηκώσει το ξίφος του. Και πάει για το σκότωμα. Αλλά έχω κρυμμένο το κουμπούρι μου.

Η βολή τον ρίχνει στο έδαφος αλλά με στέλνει και μένα πάνω στον πισινό μου. Κατρακυλάω σαν πέτρα στη βουνοπλαγιά. Αυτή η βολή μου δίνει χρόνο να αντιδράσω. Αλλά όχι πολύ.

Οι αιμοδίψες πλησιάζουν πολύ γρήγορα. Τα κυρτά τους ξίφη είναι έτοιμα. Θα πεθάνω μέσα σε αυτό τον οχετό. Ε λοιπόν, αν είναι η τελευταία μου προσπάθεια, ας την κάνω να μετρήσει.

Τινάζω τη σκόνη από πάνω μου τη στιγμή της πρώτης επίθεσης από τους αιμοδίψες. Τα πετσοκόβω εκείνα τα μαγικά καθάρματα, αλλά με κάνουν κορδέλες. Αρχίζω να κουράζομαι από την προσπάθεια και όλο το αίμα που χάνω.

Και τότε οι μεταλλικοί στρατιώτες κραυγάζουν τα πολεμικά τους όσο ορμάνε μες τις μαύρες πανοπλιάρες τους. Έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες, πάνε να κάνουν μια από κείνες τις μανούβρες σαν πένσα. Σκοπεύουν να πιάσουν εκείνους τους δύο μεταλλικούς τείχους και να με πατικώσουν πιότερο και από Νοξιανό φλουρί.

Που να πάρει.

Αν είχα καμία ελπίδα να επιβιώσω, χάθηκε...

Και τότε, την βλέπω. Την πιο πιστή και αξιόπιστη και αξιοσέβαστη φίλη ένα ανάξιο καθίκι σαν του ελόγου μου θα μπορούσε να' χει.

Η Σκάαρλ.

Τρέχει προς το μέρος μου σα να την κυνηγάει η κόλαση η ίδια. Γρηγορότερα απ' ότι την έχω δει να τρέχει ποτέ μου. Τόσο γρήγορα που έχει πετάξει μια ουρά από σκόνη πίσω της. Η καταραμένη σαύρα μαζεύει ακόμα και το καπέλο έτσι όπως καλπάζει προς το μέρος μου. Τρέχω να τη συναντήσω τη στιγμή που οι μαυροφορεμένοι πολεμιστές πάνε να με πλακώσουν.

Πηδάω πάνω στη σέλα και στριφογυρίζουμε γύρω από τους μεταλλικούς στρατιώτες. Θα τους φροντίσουμε αφού ξεπαστρέψουμε εκείνη την βαλλίστρα πρώτα.

«Πάει καιρός από τότε που πολεμήσαμε ολόκληρη στρατιά από μόνοι μας».

«Γκρεφλγκαααργκ», τσιρίζει χαρούμενα η Σκάαρλ.

«Και σε σένα, φιλαράκι», της λέω με χαμόγελο μεγαλύτερο από εκείνο του κρόξαγκορ.

Γιατί δεν υπάρχει τίποτα που ν' αγαπώ περισσότερο από αυτή την καταραμένη σαύρα.

Crest
debrisdebrisdebrisdebrisdebrisdebrisdebrisdebrisdebrisdebris
Αρχή σελίδας